εχέθυμος

εχέθυμος
ἐχέθυμος, -ον (Α)
αυτός που υποτάσσει τις επιθυμίες και τα πάθη του, ο εγκρατής, ο σώφρων, ο κύριος τού εαυτού του.
επίρρ...
ἐχεθύμως (Α)
κατά σώφρονα τρόπο, με σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε-* (< έχω I) + θυμός «νους»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐχέθυμος — ἐχέθῡμος , ἐχέθυμος a master of one s passions masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχεθύμως — ἐχεθύ̱μως , ἐχέθυμος a master of one s passions adverbial ἐχεθύ̱μως , ἐχέθυμος a master of one s passions masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρσενόθυμος — ἀρσενόθυμος, ον (Α) αυτός που έχει ανδρικό φρόνημα, που σκέφτεται αντρίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, ενος + θυμος < θυμός (πρβλ. δακέθυμος, εχέθυμος)] …   Dictionary of Greek

  • εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… …   Dictionary of Greek

  • εχεθυμία — ἐχεθυμία, ἡ (Α) [εχέθυμος] η ιδιότητα τού εχέθυμου (είναι δ. ανάγν. αντί ἐχεμυθία και απαντά μόνο στον Φίλωνα) …   Dictionary of Greek

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”