ἐχέθυμος — ἐχέθῡμος , ἐχέθυμος a master of one s passions masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχεθύμως — ἐχεθύ̱μως , ἐχέθυμος a master of one s passions adverbial ἐχεθύ̱μως , ἐχέθυμος a master of one s passions masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρσενόθυμος — ἀρσενόθυμος, ον (Α) αυτός που έχει ανδρικό φρόνημα, που σκέφτεται αντρίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, ενος + θυμος < θυμός (πρβλ. δακέθυμος, εχέθυμος)] … Dictionary of Greek
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek
εχεθυμία — ἐχεθυμία, ἡ (Α) [εχέθυμος] η ιδιότητα τού εχέθυμου (είναι δ. ανάγν. αντί ἐχεμυθία και απαντά μόνο στον Φίλωνα) … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek